“..ο ρόλος της Τέχνης είναι να ξεπλένει την σκόνη της καθημερινότητας από τις ζωές μας..»

P. PICASSO

"..Το να φωτογραφίζεις σημαίνει να βάζεις σε μια ευθεία το μυαλό, τη ματιά και την καρδιά..."
HENRI CARTIER-BRESSON
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΒΛΙΑ - ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΒΛΙΑ - ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 8 Ιουνίου 2008

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ κ. WILLIAM (ΔΙΗΓΗΜΑ)




“Η Επιστροφή του Κυρίου William”
(Αντί επιλόγου)
Τα φώτα της μικρής γκαλερί αναβόσβηναν απότομα, προειδοποιώντας τους λιγοστούς επισκέπτες ότι η ώρα είχε περάσει.Η Αλίκη, με ανακούφιση γιατί τελείωσε άλλη μια μέρα, μάζεψε τους καταλόγους και τις αφίσες, τα τακτοποίησε όλα στοφρεσκοβαμμένο ράφι του γραφείου και, σβήνοντας με μια αποφασιστική κίνηση το τσιγάρο στο γεμάτο τασάκι, αποφάσισε νασηκωθεί. Κατευθύνθηκε αργά και νωχελικά προς την κρεμάστρα, όπου την περίμεναν, με τάξη κρεμασμένα, το μοβ καπέλο της, τοδαντελωτό σάλι και το γκριζοπράσινο παλτό της, με τα κλειδιά της εισόδου στη μέσα τσέπη. Ντύθηκε ήσυχα, με σχεδόν ρυθμικέςκινήσεις, δίνοντας το περιθώριο στους τελευταίους επισκέπτες να αναχωρήσουν, και στάθηκε στο μέσον της μεγάλης αίθουσαςεπιτηρώντας το χώρο κυριαρχίας της. Όλος σχεδόν ο κόσμος, δηλαδή ένα ξεχασμένο ζευγάρι και κάποιος προσωπικός φίλοςτου φωτογράφου, οι οποίοι είχαν ξανάρθει για σχόλια και κριτικές, είχαν μαζευτεί προς την είσοδο. Ήταν μια πραγματικά γόνιμη μέρα,αναλογίστηκε η Αλίκη, με όλη την κοσμοσυρροή των απογευματινών ωρών και το γεγονός ότι αναγκάζεται να διώξει κόσμο αυτήν τηνπροχωρημένη ώρα. Και η έκθεση διανύει ακόμα τις πρώτες της μέρες. Μεγάλη επιτυχία για το φωτογράφο, που η ίδια δεν τον ήξερε,ούτε και ενδιαφερόταν να τον μάθει, αλλά κυρίως για την εμπορικότητα της γκαλερί και για το αφεντικό της. Και ό,τι είναι καλό για τοαφεντικό της έχει αντίκτυπο και στην ίδια. Ίσως ήταν ευκαιρία αμέσως μετά την έκθεση να του ζητήσει λίγες μέρες άδεια, για ναμπορέσουν επιτέλους με το αγόρι της, το Γιώργο, να πραγματοποιήσουν αυτή την εκδρομή στο Πήλιο που σχεδίαζαν μήνες τώρα.Προς το παρόν έπρεπε να βιαστεί, γιατί το ραντεβού με το Γιώργο στο γνωστό μπαράκι της γειτονιάς ήταν σε μισή ώρα και έπρεπενα περάσει πρώτα από το σπίτι της να φτιαχτεί λιγάκι.
Έριξε μια ματιά γύρω· ο χώρος είχε σχεδόν αδειάσει. Κοίταξε το ρολόι της με ανυπομονησία. Ήταν πολύ νευρική τον τελευταίοκαιρό, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Την είχαν επηρεάσει και όλες αυτές οι ιστορίες που συζητιόνταν για εκείνον τον παράξενο τρελό, πουδημιουργεί επεισόδια και αναστατώνει όλες τις γκαλερί της πόλης, χωρίς κανείς να καταλάβει το γιατί, ιδιαίτερα σε εκθέσειςφωτογραφίας, και μάλιστα σε εγκαίνια. Κανένας μεθυσμένος φασαρτζής ή κάποιος αποτυχημένος, κομπλεξικός καλλιτέχνης.Πάντως είχε κάνει άνω κάτω τρία εγκαίνια τους τελευταίους μήνες. Και πάντα το ίδιο πρόσωπο, όπως λεν οι περιγραφές.Και, όταν τα πνεύματα οξύνονται και φτάνει να επέμβει η αστυνομία, πάντα ξεγλιστράει και τη γλιτώνει την τελευταία στιγμή.Πολλοί λέγαν ότι είναι κοινό κλεφτρόνι έργων τέχνης. Αλλά, παρ' όλες τις φασαρίες, ποτέ δεν έκλεψε ούτε πείραξε κανένααναρτημένο έργο στις τρεις εκθέσεις που πήγε. Αντίθετα,τα βάζει με τους καταλόγους και τις αφίσες, τις οποίες σκίζειεπιδεικτικά και τις σκορπάει στο πάτωμα της αίθουσας, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση των ιδιοκτητών και των εκθετών,που ορμάνε κατά πάνω του να τον πλακώσουν στο ξύλο. Αλλά, με δύναμη τιτάνα και εξυπνάδα έμπειρου παλαιστή, πάντα τουςαποφεύγει με δυο τρεις μπουνιές και ξεφεύγει προς την έξοδο. Μια συνάδελφος της Αλίκης λέει ότι είναι στερημένο σεξουαλικάάτομο και ορμάει στα κορίτσια των γκαλερί. Αλλά αυτό δεν ευσταθεί,γιατί δε σημειώθηκε κανένα κρούσμα βιασμού σταπροηγούμενα επεισόδια. Άκου πράγματα!... Η Αλίκη χαμογέλασε στις σκέψεις αυτές. Το ορθολογικό και τεχνοκρατικό μυαλό της—σπούδαζε άλλωστε στο Πολυτεχνείο πολιτικός μηχανικός— τα έβρισκε όλα αυτά κάπως παρατραβηγμένα. Φασαρίες γίνονταισυχνά σε εγκαίνια εκθέσεων, κυρίως όταν κάποιοι πιουν λίγο παραπάνω και κάνουν πράγματα που δεν πρέπει. Το να τα συνδυάσειςαυτά μ' ένα και μοναδικό άτομο είναι θέμα οξυμένης φαντασίας και μόνο. Άλλωστε, τα δικά τους εγκαίνια κύλησαν πολύ ομαλά καισε χαρούμενη ατμόσφαιρα. Παρ' όλα τα μέτρα που είχε πάρει το αφεντικό της, επηρεασμένο από τις φήμες και τις διαδόσεις, με το να καλέσει δυοφίλους του μποξέρ να έχουν το νου τους στην αίθουσα εκείνο το βράδυ, τίποτα το αξιοπερίεργο δε συνέβη. Και η Αλίκη γελούσεβλέποντας εκείνους τους δυο σωματώδεις αντράκλες να περιφέρονται με αμηχανία ανάμεσα σε τόσο κόσμο της διανόησης και τηςτέχνης, έναν κόσμο εντελώς έξω απ' τα νερά τους, και να παριστάνουν τους κατ' ανάγκην κουλτουριάρηδες, ιδιαίτερα στις κυρίεςκαι τις δεσποινίδες που τους έπιαναν συζήτηση. Η Αλίκη ποτέ δεν πίστεψε στην ύπαρξη του παράξενου τρελού. Απ' την άλλη,όπως και να το κάνουμε, φοβόταν κιόλας. Και, μόνο όταν κλείδωνε καλά την γκαλερί και έμπαινε σε κάποιο περαστικό ταξί για τοσπίτι της, ένιωθε ηρεμία και ανακούφιση.
Και τώρα σε λίγο αυτό θα γινόταν. Σχεδόν... Με την άκρη του ματιού της συνέλαβε μια αντρική φιγούρα, στη δεξιά πτέρυγα, όρθια,να παρατηρεί με ενδιαφέρον μια απόμερη φωτογραφία. Το αριστερό του χέρι χάιδευε με θαυμασμό και κάποια αγωνία τοαπεριποίητο μούσι του, ενώ το όλο παρουσιαστικό του και το ντύσιμο έδειχναν άτομο ευκατάστατο και με καλούς τρόπους.Πάντως δεν έμοιαζε με κακοποιό στοιχείο ή τον τρελό φασαρτζή, για να κάνει την Αλίκη ν' ανησυχήσει με τις ιδέες της. Απλά,αφημένος μέσα στη σκιά των προβολέων, βυθισμένος στις σκέψεις του, έμοιαζε να βρίσκεται στο δικό του κόσμο και να μην έχειπάρει χαμπάρι ότι ο χρόνος παραμονής του στην αίθουσα έφτασε στο τελείωμα του. Και η Αλίκη, που βιαζόταν για το ραντεβού μετο Γιώργο, θεώρησε καλό να του το θυμίσει.«Κλείνουμε, κύριε...» σχεδόν φώναξε προς το μέρος της αντρικής φιγούρας.Αλλά ο δυνατός τόνος της φωνής της δεν επηρέασε καθόλου την αταραξία του αγνώστου. Συνέχισε να παρατηρεί τηφωτογραφία και να μουρμουρίζει κάτι, μη δίνοντας σημασία, σχεδόν με αναίδεια,για το τι γινόταν γύρω του.
«Θεέ μου...» σκέφτηκε η Αλίκη μετά από μερικά ολόκληρα λεπτά σιωπής και αναμονής. «Πρέπει να έμπλεξα με κουφό... ή...»Προχώρησε προς το μέρος του αγνώστου με κρυφό θάρρος και προσπάθησε να στολίσει τον τόνο της φωνής της με όποιαευγένεια και καλοπροαίρετη διάθεση της επέτρεπε η αγωνία της να φύγει όσο το δυνατόν γρηγορότερα. «Συγγνώμη, κύριε...η γκαλερί πρέπει να κλείσει... Λυπάμαι...» ξεστόμισε, σκάζοντας ένα κρύο χαμόγελο.
Ο άγνωστος παρέμεινε ακίνητος με απάθεια και μια επιμονή που ξεπερνούσε πείσμα μουλαριού. Συνέχισε να μουρμουρίζει κάτιανάμεσα στα δόντια του: «...ξω...φρε...νικό...» μπόρεσε να ακούσει η Αλίκη, που είχε πλησιάσει αρκετά και αφουγκράστηκε μέσαστη βουβή αίθουσα. «Εξωφρενικό... δεν έχει λογική» ο άγνωστος συνέχισε το παραμιλητό απτόητος. Για την απορημένη Αλίκηήταν ...εξωφρενικό να έχει καθυστερήσει τόσο πολύ στο ραντεβού της και να μην μπορεί να φύγει εξαιτίας του παράξενουαυτού ξένου. Αλλά να της το λέει και έτσι κατάμουτρα! Αισθάνθηκε να την κοροϊδεύουν. Αυτό την όπλισε με θάρρος.Με ηχηρά και αποφασιστικά βήματα προχώρησε προς το μέρος του αγνώστου και τον τράνταξε, ακουμπώντας τονστον ώμο. Εκείνος μόνο τότε αντιλήφθηκε την παρουσία της και σαν να προσγειώθηκε στην πραγματικότητα από ένα διαπλανητικόταξίδι στο υπερπέραν. Γύρισε προς το μέρος της και την κοίταξε μ' ένα απαθές και απόμακρο βλέμμα. Ανοιγόκλεισε τα μάτιακαι της απεύθυνε το λόγο: «Δεν είναι εξωφρενικό, τελικά; Συμφωνείτε, δεσποινίς;...»«Συ...συγγνώμη, κύριε, αλλά πρέπει νακλείσουμε» απάντησε διστακτικά η Αλίκη, κεραυνωμένη κάπως απ' τη διαπεραστική ματιά του. Κοντοστάθηκε λιγάκι απόμερααπ' τον ξένο, σαν να φοβόταν την άμεση επαφή μαζί του. Εκείνος όμως, σκάζοντας ένα ευγενικό και οικείο χαμόγελο,προσπάθησε να ξορκίσει όλους τους δισταγμούς της.«Ναι, έχετε δίκιο... Χίλια συγγνώμη... Αφαιρέθηκα...» προσπάθησε ναδικαιολογηθεί σε φιλικό τόνο. «Πρέπει και σεις να κλείσετε... Αλλά ακούστε με πρώτα... αξιαγάπητη δεσποινίς».
Το κομπλιμέντο έριξε κάπως τους τόνους από την τσαντίλα της Αλίκης. Έμεινε απέναντι του και βάλθηκε να κοιτάει τομυστήριο ξένο στα μάτια γεμάτη απορία. Εκείνος, σίγουρος για τον ακροατή του που κρέμεται απ' τα χείλη του, είπε γεμάτοςένταση και θυμό, ανακατωμένο με μια ελαφριά δόση αγανάκτησης:«Δεν είναι εξωφρενικό αυτό που γίνεται εδώ;» Μίλησε τόσοδυνατά, που η αντήχηση έκανε τα τζάμια απ' τα καδράκια των φωτογραφιών να τρίζουν. «Πραγματικά απαράδεκτο... Αυτή ηεξαίσια πλάκα, αυτό το υπέροχο θαλασσινό τοπίο με όλο το φως και τις αντανακλάσεις που περικλείει να... τιμάται μόνο50.000 δρχ.;... Μόνο;... Είναι δυνατόν;...» Και, λέγοντας αυτά, έδειξε με το βλέμμα του το κάδρο, στο οποίο ήτανπροσηλωμένος λίγα λεπτά νωρίτερα, παρασέρνοντας προς τα εκεί και την απορημένη ματιά της Αλίκης. Η φωτογραφίααπεικόνιζε, σε ασπρόμαυρους τόνους, ένα γραφικό ηλιοβασίλεμα σε κάποιο ελληνικό νησί, με μια σειρά από γυναικείεςγυμνές φιγούρες, επιμελώς κα-δραρισμένες στο πρώτο πλάνο και λουσμένες στις φωτοσκιάσεις των δέντρων. Απλήαισθησιακή φωτογραφία τοπίου με συνδυασμό γυμνού" καλοκαιρινό θέμα,χωρίς ιδιαίτερο φωτογραφικό μεγαλείο.
Απ' ό,τι θυμόταν η Αλίκη —που λίγο σκάμπαζε από καλλιτεχνική φωτογραφία—, το εν λόγω κάδρο θεωρούνταναπ' τα πιο υποτιμημένα και απ' τον ίδιο τον καλλιτέχνη, που το παρέδωσε στην έκθεση μετά από προτροπές φίλων του, οιοποίοι ήθελαν να παρουσιάσει μια πλήρη σειρά της δουλειάς του, ίσως και για να γεμίσει κατά κάποιον τρόπο τουςατέλειωτους λευκούς τοίχους της μεγάλης γκαλερί. Γι' αυτό και είχε τοποθετηθεί στην άκρη της δεξιάς πτέρυγας, όπου οφωτισμός φτώχαινε αισθητά, απ' την κατασκευή της οροφής, και είχε μέτρια τιμή συγκριτικά με τις άλλες, «δυνατές»καλλιτεχνικά, δημιουργίες της έκθεσης. Αν και για την Αλίκη, που ήταν πεπεισμένη παρ' όλη την παραφιλολογία περίασπρόμαυρης φωτογραφίας ότι χωρίς χρώμα μια εικόνα δεν έχει αξία, της φαινόταν υπέρογκο και υπερβολικό το ποσό των50.000. Και να που, τώρα, ένας παράξενος ξένος το βρίσκει εξαιρετικά ευτελές. Και μάλιστα τέτοια ώρα...«Μα είναιασπρόμαυρη... τελικά» προσπάθησε να δικαιολογηθεί βιαστικά για να δώσει τέλος στη συζήτηση και να συνοδέψει τον ξένο στηνέξοδο.«Ασήμαντη λεπτομέρεια... αγαπητή μου» είπε αυτός, με μια παράξενα ευδιάθετη χροιά στην προηγουμένως οργισμένηστάση του... «Άλλο είναι το ζητούμενο...», και τα μάτια του γυάλισαν παράξενα κάτω απ' τις ανταύγειες των προβολέων.
«Αυτό εδώ δεν αξίζει τίποτα...» είπε και έδειξε περιφρονητικά το καδράκι που θαύμαζε προηγουμένως. «Είναι δυνατόν να βάλειςτιμή στη μνήμη, να εμπορεύεσαι την αιχμαλωσία του χρόνου, να μετράς ποσοτικά τις απαράμιλλες δυνατότητες της όρασης;... Όλααυτά που έζησες και ένιωσες και είδες ανήκουν σε σένα και μόνο σε σένα. Δεν έχουν καμιά αξία για τους άλλους... Δεν μπορείς νατα προσφέρεις σε καμιά τιμή. Και, αν τα αιχμαλωτίζεις μέσα απ' το φακό σου, το κάνεις για κάποιο σκοπό που θα βοηθήσει τηνανθρωπότητα να πάει μπροστά... Δεν μπορείς να τα επενδύσεις ούτε για χάρη της τέχνης... ούτε για χάρη του εμπορίου...»
«Μα έτσι ο καθένας θα τράβαγε φωτογραφίες για τον εαυτό του. Η τέχνη για την τέχνη λοιπόν... Και εμείς οι υπόλοιποι...» απάντησεη Αλίκη, αρκετά ερεθισμένη απ' τη συζήτηση, τόσο που ξέχασε την καθυστέρηση της και θυμήθηκε τις φοιτητικές κουβεντούλες περίέκφρασης και τέχνης με τις φιλενάδες της απ' τη Σχολή Καλών Τεχνών στα παραλιακά στέκια.
«Οι δυνατότητες της δημιουργίας είναι ίδιες για όλους. Αλλά δεν εννοώ αυτό. Κανείς δε σε εμποδίζει να απολαύσεις τις δημιουργίεςκάποιων άλλων. Αλλά δεν μπορείς να τις κάνεις κτήμα σου, για οποιαδήποτε τιμή. Δεν μπορείς να μετράς την αξία τους με οικονομικάκριτήρια. Γενικά, δεν μπορείς να δώσεις αξία σ' ένα έργο τέχνης... Το έχει από μόνο του... Και οι όμορφες φωτογραφίες είναι έργατέχνης... Αλήθεια, μια και είστε Ελληνίδα, τι αξία θα δίνατε στα μάρμαρα του Παρθενώνα;... Και, αν είχατε την απεριόριστηοικονομική δυνατότητα να τ' αγοράζατε για προσωπική σας χρήση, θα το κάνατε; Και σε ποια τιμή;... Γιατί να το κάνετε μόνο σε μιαόμορφη φωτογραφία, που θα κοσμεί το σαλόνι σας; Μόνο και μόνο για να αυτοαποκαλείστε φίλος της τέχνης και του καλούγούστου;...» Η Αλίκη δεν απάντησε αμέσως. Σκεφτόταν... «...Μια και είστε Ελληνίδα...» Ο συμπαθής άγνωστος πρέπει να είναιαλλοδαπός. Και δεν του φαίνεται καθόλου. Μιλάει άπταιστα ελληνικά, χωρίς ίχνος ξενικής προφοράς· θα πρέπει να έχει χρόνιαστην Ελλάδα... «Λοιπόν, πέστε μου» επανέλαβε ο ξένος «θ' αγοράζατε τον Παρθενώνα αν μπορούσατε;...»«Μα τα μάρμαρα τουΠαρθενώνα δεν αγοράζονται. Ανήκουν σε όλους. Δημιουργήθηκαν για όλους... και...» προσπαθούσε να βρει επιχειρήματα ημπερδεμένη Αλίκη.«Λέτε;... Και αυτές εδώ οι φωτογραφίες για ποιον δημιουργήθηκαν; Έτσι, κατά τύχη;» απάντησε ξερά ο ξένοςσε νηφάλιο τόνο.«0 καλλιτέχνης όμως έχει ανάγκες. Πρέπει να ζήσει απ' την τέχνη του, αλλιώς είναι καταδικασμένος... Η φωτογραφίαέχει τόσα έξοδα... Φιλμ, μηχανές , εργαλεία...»«Η αρχιτεκτονική δεν έχει έξοδα; Τόσοι δούλοι και τόσα κοπιαστικά χρόνια δουλειάςγια να χτιστούν αυτά τα αρχαία μνημεία που τώρα θαυμάζουμε...Ή...μήπως αυτά δεν είναι τέχνη;» ο ξένος μιλούσε αρκετά επιθετικά.
«Μα όλα αυτά δεν είναι προσωπικά δημιουργήματα. Είναι ανώνυμα... και... αρχαία...και...Τέλος πάντων, με μπερδέψατε» ομολόγησεπαραδομένη η Αλίκη και στριμωγμένη απ' τις σκέψεις της.«Τίποτα δεν ξεμπερδεύει πιο εύκολα απ' την αποφασιστική ενέργεια και τηνκατάλληλη πράξη» είπε ο ξένος χειρονομώντας μπροστά στις αντανακλάσεις του λιγοστού φωτός.Τότε η Αλίκη, για πρώτη φορά,παρατήρησε μια κόλλα χαρτί πολυτελείας, σε καφετί «οικολογικό» χρώμα, διπλωμένο στα χέρια του, που το έπαιζε με το δείκτη καιτον αντίχειρα. Κοιτώντας καλύτερα, είδε ότι επρόκειτο για έναν τσαλακωμένο κατάλογο της έκθεσης. Μια παγωμένη υποψία άρχισενα περιδιαβαίνει την μπερδεμένη σκέψη της και τη γέμισε αδιόρατο φόβο. 0 ξένος την κοιτούσε τώρα μ' ένα χαμόγελο σαρδόνιο καιαπόκοσμο, εντελώς τρελό. Στο πρόσωπο του,η οικειότητα και η εγκαρδιότητα είχαν αντικατασταθεί από ένα κλίμα επιθετικότηταςκαι μίσους, που πλημμύριζαν τις εκφράσεις του. Ενστικτώδικα έκανε ένα βήμα πίσω. Την κατέλαβε πανικός... Ο ξένος με μιαγρήγορη κίνηση έβγαλε τον αναπτήρα του και ακούμπησε τη φλόγα στην άκρη του καταλόγου. Το χαρτί έγινε γρήγοραπαρανάλωμα του πυρός .Στη λάμψη της φλόγας, το πρόσωπο του αγνώστου είχε φορέσει την αποτρόπαια μάσκα του.Σαν να ήταν ο ίδιος ο διάβολος... Η Αλίκη έβγαλε ένα επιφώνημα έκπληξης και φόβου,που έμοιαζε περισσότερο με κραυγή. Ήταν αυτός... ο παράξενος«τρελός». Εδώ, μπροστά της. Και ήταν μόνη της μέσα στην αίθουσα. Αν της επιτεθεί; Αν της κάνει κακό;Σκέφτηκε να τρέξει προς τηνπόρτα, αλλά τα πόδια της είχαν κοπεί και δεν υπάκουαν στο σώμα της. Κάθε λογικός συνειρμός ξέφυγε απ' το μυαλό της. Τώρα ταπίστευε όλα. Και φοβόταν πολύ... «Είστε...» ήταν το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει.«Ναι, κορίτσι μου... Είμαι ο "τρελός". Οι φήμεςπου άκουσες ήταν σωστές. Εδώ που φτάσαμε, μόνο μερικοί "τρελοί" μπορούν να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους. Και αςσυγκρούονται με ορισμένους στενοκέφαλους "καλλιτεχνίζοντες". Αλλά μη φοβάσαι.Δε θα πάθεις τίποτα.Αυτοί είναι όλοι οι κατάλογοιτης έκθεσης ή υπάρχουν και στο συρτάρι κι άλλοι;» είπε ο ξένος και προχωρούσε κιόλας προς το γραφείο στην είσοδο.«Δεν... δεν...είναι σωστό. Είναι ξένη περιουσία» διαμαρτυρήθηκε η Αλίκη, χωρίς ούτε λεπτό να σκεφτεί να εμποδίσει το σωματώδη άντρα απ' τοκαταχθόνιο έργο του.«Α... ασήμαντο ποσό. Για κάποιον που πουλάει μια απλή φωτογραφία 50.000 δρχ. Όσο για σας, αγαπητή μου,μην τυχόν και σας φορτώσουν τίποτα, θα γράψω ένα σημείωμα για το αφεντικό σας».Και, χρησιμοποιώντας το μαρκαδόρο της Αλίκης,έγραψε κάτι ακατάληπτες φράσεις στο ημερολόγιο του γραφείου. Κατόπιν, με σταθερές κινήσεις μάζεψε τους καταλόγους απ' τοράφι και το γραφείο, τους έχωσε βιαστικά κάτω απ' το παλτό του και προχώρησε στην έξοδο, σαν να μη συμβαίνει τίποτα.Βγαίνοντας,σήκωσε το καπέλο του σ' έναν ευγενικό χαιρετισμό προς την πρώην συνομιλήτρια του.Εκείνη τον παρακολουθούσεαποσβολωμένη να δρασκελίζει το κατώφλι απτόητος. Κατόπιν, με την άκρη του ματιού της,τον είδε να στρίβει και να κατευθύνεταιπρος τον κάδο των σκουπιδιών, στη γωνιά του δρόμου. Σε λίγο το λαμπύρισμα απ' τις φλόγες αντιφέγγισε στην τζαμαρία της γκαλερί,όπως προηγούμενα μέσα στα χέρια του «τρελού», γεμίζοντας τη με πορτοκαλιές ανταύγειες. Αυτό το συμβάν σαν να την ξύπνησεαπ' το λήθαργο της και άρχισε να συνειδητοποιεί τι είχε συμβεί. Πετάχτηκε έξω στο δρόμο τρέχοντας.Μια ομάδα από περαστικούςείχε ήδη σταματήσει το βηματισμό της και κοίταξε με έκπληξη προς τον κάδο του δήμου, που στιγμιαία είχε μεταβληθεί σε πύρινηκόλαση. Μερικοί απ' αυτούς έτρεχαν κιόλας, με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους, προς το μέρος του κάδου.Άλλοι φώναζαν για νερό προς τα γειτονικά μαγαζιά. Αρκετοί έμειναν αμέτοχοι παράμερα, σχολιάζοντας το συμβάν.Ο παράξενος «ξένος» δε φαινόταν πουθενά, είχε εξαφανιστεί ως δια μαγείας. Ορισμένα χαρτιά, αποτεφρωμένα, χόρευαν στοναέρα παρασυρμένα απ' τη δύναμη του καπνού, σκορπώντας σε γκριζόμαυρες στάχτες στο πεζοδρόμιο τριγύρω. Η ατμόσφαιραείχε θολώσει επικίνδυνα και η προηγούμενα ήσυχη χειμωνιάτικη βραδιά εξελισσόταν σε αντικανονική .Η Αλίκη φυσικά είχε χάσει το ραντεβού της με το Γιώργο εκείνη τη μέρα. Θα χαιρόταν αν δεν έχανε και τη δουλειά της μετά απ' αυτόπου της έτυχε.Σε λίγα λεπτά, μετά απ' τις αγωνιώδεις προσπάθειες μερικών μαγαζατόρων και αρκετών θαρραλέων περαστικών, ηφωτιά στον κάδο σχεδόν έσβησε, αφού θόλωσε για καλά τον αέρα και έκαψε αρκετά κιλά σκουπίδια. Μόνο η βαριά αποπνικτικήμυρωδιά από καμένο πλαστικό και η μπόχα απ' τη σκουπιδίλα που ξεχύθηκε στο χώρο είχαν μείνει απ' την προηγούμενηεξτρεμιστική πράξη.Η Αλίκη έστεκε και παρατηρούσε με τα χέρια σταυρωμένα στο κατώφλι της γκαλερί. Ήταν ανίκανη να συμμετάσχει στηνόποια προσπάθεια κατάσβεσης του κάδου. Αυτοί που συγκεντρώθηκαν άρχισαν να συζητάνε δυνατά και να χειρονομούνε με έντασηγια τα αίτια της ανεξήγητης μικρής πυρκαγιάς. Ορισμένοι κοίταζαν προς το μέρος της και έδειχναν την γκαλερί με νόημα.
Η Αλίκη ντράπηκε και χαμήλωσε το βλέμμα. Χωρίς να δώσει καμιά εξήγηση στα βλέμματα που ήταν καρφωμένα πάνω της,οπισθοχώρησε προς την είσοδο της γκαλερί. Μπαίνοντας μέσα, ένιωσε ξαφνικά πολύ κουρασμένη. Σαν να βρισκόταν σ' αυτή τηνκατάσταση έντασης και αγωνίας πάρα πολύν καιρό. Σ αν να παρακολουθούσε για πάντα, απ' αυτήν εδώ τη θέση, τις παρανοϊκέςενέργειες ενός αλλοπρόσαλλου «ξένου», μην μπορώντας να κάνει τίποτα· για χρόνια ατέλειωτα, δεκαετίες, αιώνες!... Σαν να είχενα ξεκουραστεί χιλιάδες χρόνια... Σωριάστηκε στην πολυθρόνα του γραφείου μ' ανακούφιση. Μπροστά στα μάτια της,γραμμένο μελατινικούς χαρακτήρες και με πράσινο μαρκαδόρο,ήταν ένα σημείωμα για το αφεντικό της. Μπόρεσε να μεταφράσει στα γρήγορα:
Η υπάλληλος σας δε φταίει σε τίποτα... Όλα γίνονται για το καλό της φωτογραφίας... Συγγνώμη για την αναστάτωση...
Sir William Henry Fox Talbot
Φωτοδημιουργός (όχι πλέον φωτογράφος)

(‘ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ’ σελ. 237 – 250 )

ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ...Ενας κοσμος που μας περιβαλλει,και μας καθοριζει.Ο τοσο πολυχρωμος και πολυεπιπεδος, ο τοσο δυναμικος και διαχυτος, ο τοσο κινητικος και εναλλασομενος, ο τοσο α π ε ρ ι ο ρ ι σ τ ο ς... ,εντελως αποδεσμευμενος απο τα χρωματα του και τις υπερβολες που αυτα προξενουν στο ανθρωπινο ματι.Εντελως απλοποιημενος και «γυμνος» και συναμα τοσο εξιδανικευμενος και «απολυτος», σε ,σχεδον «συμβολικους», ασπρομαυρους τονους.Με την συμπραξη και την βοηθεια , την αμεριστη και μοναδικη βοηθεια της Φωτογραφιας.Της «Φωτογραφιας», σαν μεσο και σαν στηριγμα και οχι σαν αυτοσκοπος.Της «Φωτογραφιας»,στον ρολο που καλειται παιζει παντα ,στο διαβα των αιωνων, τον ρολο που γι’αυτον επινοηθηκε απο την γεννηση της και μεσα στην εξελιξη της.Ρολο που αρκετες φορες παραμελουμε και αγνοουμε, μεσα στον αδιακοπο καταιγισμο εικονων, που εισβαλουν απο παντου στο κεφαλι μας, σ’αυτην την «εικονοπληκτη» και «υπερπληροφοριακη» κοινωνια, που ευτυχως η δυστυχως, ειμαστε υποχρεωμενοι να ζουμε.Τον ρολο της, στην δημιουργια και παραγωγη συναισθηματων μεσα απο οπτικα ερεθισματα και εικαστικες δομες.Με αλλα λογια , τον ρολο της Φωτογραφιας στο μεγαλο κεφαλαιο του ανθρωπινου πνευματος που λεγεται ΤΕΧΝΗ.Μαζι με ολα τα εκφραστικα παραλειπομενα ,που κρυβονται, επιμελως αθορυβα, πισω απο αυτην την τρανταχτη φραση.
Μια σειρα απο εικονες-στιγμιοτυπα απο τον καθημερινο κοσμο που μας περιβαλλει αδιακοπα και συνεχομενα, θα’λεγε κανεις «ασφυχτικα».Ματιες τριγυρω μας , σε απλα καθημερινα γεγονοτα και ανθρωπινες, πολυ ανθρωπινες καταστασεις, χωρις να εστιαζεται η προσοχη σε καποιο συγκεκριμενο θεμα, χωρις να μεγενθυνεται καποιο προβλημα η να αναδεικνυεται καποιο στοιχειο αναφορας.ΚΑΘΑΡΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, απ’την τεχνικη της και μεσα στην ηθικη που αυτη επιβαλλει.Ουτε «φωτορεπορταζ», αφιερωμενο σε καποιο εκδοτικο, και για το λογο αυτο μη καλλιτεχνικο πονημα, ουτε «πορτραιτα» ανθρωπων με εγγενεις κοινωνιολογικες προεκτασεις και θεματικο αυτοσκοπο.Φωτογραφια χωρις σκοπιμοτητα.Σχεδον ελλειπης, αποδεσμευμενη απο τα χρωματα και τις υπερβολες που αυτα προξενουν στο ανθρωπινο ματι...Και ετσι αναγκαστικα «Ασπρομαυρη».
Η, εστω, «επιμελως τονισμενη».Και αυτο γιατι η απλοποιηση δεν συνεπαγεται παντα την «αχρωμια».Αλλα και την μονοχρωμια αρκετες φορες.Τουλαχιστον την τονικη διαβαθμιση που υπηρετει καλυτερα το θεμα.(τονισμενες φωτογραφιες).Και το εκφραζει αναλογα.Χωρις να απαιτει να το διορθωνει-πραγμα που δεν χρειαζεται σε μια φωτογραφικη απεικονηση ,κατω απο το πρισμα μιας καλλιτεχνικης δημιουργιας.Ουτε καν να το δυναμωνει.Απλα ισως να ξεχωριζει και να μεγενθυνει, με τον επιλεκτικο τονισμο (νοσταλγικη καφε-σεπια,η φθινοπωρινο κιτρινο), την ακλονητη δυναμικη γοητεια των ασπρομαυρων τονων, σ’αυτη την συγκεκριμενη θεματολογια.Μια ακομα αριστη και σαφη επεξηγηση της νοηματικης εννοιας του τιτλου- Ασπρομαυρος κοσμος.
Φωτογραφιες κυριως Ανθρωπων αλλα και Τοπιων, με την ευρυτερη εννοια του ορου, που βρισκονται απλα να συμπληρωνουν το ολο επιχειρημα.Ανθρωποι φωτογραφημενοι στον δικο τους ατομικο χωρο,χωρις συγκεκριμενη διαθεση να ποζαρουν,αλλα και χωρις να ενοχλουνται απο την εισβολη του φακου στην προσωπικη τους ζωη.Καμμια διαθεση σκηνοθεσιας απο πουθενα,ακομα και στις δυναμικα, ουτως η αλλως «στημενες « φωτογραφιες οπως ειναι οι ποζες των φιλων και τα πορτραιτα των κοριτσιων.Ανθρωποι φωτογραφημενοι αθορυβα και αβιαστα, σχεδον ασυνειδητα.Σε ολα τα μηκη και τα πλατη της ανθρωπινης δραστηριοτητας.Ανθρωποι τριγυρω μας, ανθρωποι κοινοι ,σε χωρους αναγνωρισιμους.Στον δρομο και την αγορα,στην καθημερινη δουλεια και τις διακοπες, δουλευοντας η διασκεδαζοντας.Ειτε κινουμενοι ειτε στατικοι.Με συγκεκριμενες εκφρασεις , αποτυπωμενες στο ολοζωντανο προσωπο τους η με την αδιαταραχη απαθεια της καθημερινοτητας.Αλλα παντα ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΟΙ....Σαν μεσα απο τα ματια ενος τετραποδου ζωου (Οι βιολογοι λενε οτι τα ορισμενα σκυλια δεν αντιλαμβανονται χρωματα).Ενος ζωου α-λογου.Γιαυτο και αμολυντου, χωρις τις αμαρτιες της ανθρωπινης ρατσας.Καθαρα συναισθηματικου και «Διονυσιακου».Οπως ηταν, ειναι και θα ειναι η εκφραση της Τεχνης ολες τις εποχες.
Αλλα και οπως βλεπει τον κοσμο γυρω του ο ηρωας του διηγηματος, που εδωσε τον τιτλο στην ομοτιτλη συλλογη φωτογραφικων ιστοριων, ο οποιος παθαινει στιγμιαια «αχρωματοψια».Γιατι η συγκεκριμενη εκθεση φωτογραφιας , περα απο την δικη της ολοτητα, εξυπηρετει και παρουσιαζει την εκδοση ενος βιβλιου.Μια συλλογη διηγηματων,αμιγως φωτογραφικων (ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ-εκδοσεις ΠΑΤΑΚΗ), που προσπαθει να συνενωσει τον οπτικο-φωτογραφικο με τον λεκτικο-λογοτεχνικο λογο σε μια συναφη και αρρηκτη ενοτητα.Ετσι η καθε φωτογραφια, περα απο την εικαστικη της αξια, αποτελει την προβολη και την αντανακλαση ορισμενων συμβαντων που εξιστορουνται σε καποιο διηγημα και γι’αυτο το λογο ειναι ιδιαιτερα εξεχουσα σαν εκφραση ,σε σχεση με το «λογο» και τις λεξεις που υποθαλπει και υπονοει.Οχι μονο εικονογραφει τα διηγηματα αλλα αποτελει και την αφορμη να ξετυλιχτουν μερικες ομορφες και γοητευτικες ιστοριες.Ισως γι’αυτο το λογο, και οι περισσοτερες φωτογραφιες απεικονιζουν το γυναικειο φυλο σε διαφορες μορφες.Μιας και τα διηγηματα αποπνεουν μια εντονη ερωτικη χροια , απο το πρωτο μεχρι το τελευταιο.Αλλα ισως και γιατι η γυναικεια εκφραστικοτητα (η εστω φιλαρεσκεια), αποτελει το ιδανικο τυπο μοντελου για εναν εξιδανικευμενο και απολυτο «ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΟ ΚΟΣΜΟ».---
KOSTAS KITSOS..

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΔΙΗΓΗΜΑ 'ΜΑΡΙΕΣ'


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ‘ΜΑΡΙΕΣ’

«….Πέρασαν μέρες και ο Τάσος ζούσε σε επανάληψη τον έρωτα του σε όλες τις διαστάσεις, παίρνοντας πίσω αυτό που εκείνη του είχε στερήσει. Οι ‘Μαρίες’ τώρα βρίσκονταν παντού…. Είχαν γεμίσει ασφυκτικά τον χώρο και η κατάσταση είχε γίνει αποπνικτική. Ο Τάσος, που δεν είχε σταματήσει μέρα να τυπώνει φωτογραφίες και να χαίρεται την Μαρία σε κάθε της στιγμή, είχε ξεχάσει τον περιορισμένο χώρο του διαμερίσματος. Οπου και να πήγαινε έβρισκε ‘Μαρίες’. Πάνω στο κρεβάτι του, μέσα στο ντουλάπι, στην κουζίνα, σκαρφαλωμένες στα πολύφωτα, πάνω στο γραφείο και στην βιβλιοθήκη του…. Δεν μπορούσε να βαδίσει μέσα στο σπίτι χωρίς να σπρώξει ή να πατήσει κάποια από αυτές. Σιγά σιγά, άρχισε να στενοχωριέται και να εκνευρίζεται. Δεν τον συγκινούσαν πια ούτε τα βογκητά της γυμνής Μαρίας, που τον φώναζε διαρκώς στο κρεβάτι. Τα πάντα είχαν γεμίσει ‘Μαρίες’… Δεν μπορούσε να ξεφύγει πια από δαύτες…. Ένοιωσε να πνίγεται.
Τότε, ανοίγοντας την ντουλάπα της κουζίνας πίσω από δύο ‘Μαρίες’ είδε την παλιά κυνηγετική καραμπίνα του πατέρα του, που του είχε κάνει δώρο όταν αποτραβήχτηκε από τις κυνηγετικές περιπλανήσεις του. Την έπιασε στα χέρια του και με αργές αλλά σταθερές κινήσεις γέμισε σκάγια την θαλάμη και την όπλισε. Ύστερα, πατώντας πάνω σε τρεις ‘Μαρίες’ ξεκλείδωσε την εξώπορτα και άρχισε να ανεβαίνει την σκάλα που οδηγούσε στην ταράτσα. Ο δυνατός μεσημεριανός ήλιος τον τύφλωσε κι έφερε το χέρι στα μάτια. Ετσι αξύριστος και καταπονημένος, έμοιαζε σαν προφήτης που το είχε σκάσει από την Βίβλο. Τοποθέτησε σταθερά την καραμπίνα στο κάγκελο και έκλεισε το ένα μάτι σκοπεύοντας, όπως τότε που αποθανάτιζε την Μαρία μέσα από το σκόπευτρο της φωτογραφικής του μηχανής. Η ξανθιά κοπέλα προχωρούσε με γρήγορα βήματα στο πεζοδρόμιο, κρατώντας μια μεγάλη μαύρη τσάντα. Οι γοφοί της φάνηκαν στο σκόπευτρο να λικνίζονται ελαφρά αλλά σταθερά…. Τα σκάγια την βρήκαν λίγο πιο κάτω από τον λαιμό αφήνοντας ένα κατακόκκινο μπουκέτο στην πλάτη της…..»
(‘ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ’ σελ. 69, 70).

Extract from ‘THE MARIAS’
(one of the stories of ( COLOURLESS WORLD )
-----------------------------------------------------------------------------------------

....... «....For the past few days, all he had been doing was to develop more and more photographs of Maria enjoying her in every captured moment. His tiny, cramped apartment had been swarmed by the several Marias scattered about. Anywhere he would go he found them. On his bed, inside the cupboards, in the kitchen, hanging from the light bulbs, on top of his desk, among the books of his bookcase.... It was impossible for him to walk around his house without stepping on one or having to push her so as to avoid doing so. As the days continued to go by, his obsessive frenzy started to somehow die. The several Marias had overrun his confined space and their constant presence made him feel upset and exasperated. He was no longer moved by the naked Maria’s sighs and moans who was calling out for him from his bed. He couldn’t go to the kitchen because the three Marias were playing cards, he couldn’t go to the bathroom because Maria was complaining about being soaked from the rain, he couldn’t open the door and go to the balcony because the gloomy Maria wanted to escape....escape....He could no longer escape from them , he was their captive. He felt as if he was choking.
He was leaning against the wardrobe. ‘Maybe if I open the door quickly I’ll be able to get inside’. As he opened the door he saw his father’s old carbine. He took it in his hands and held it for awhile. There were bullets inside. Then stepping on the three Marias he carefully unlocked the door and started slowly going up the stairs to reach the terrace. The strong sun was blinding him. He brought his hand to his forehead. As he was unshaven and full of sorrow he looked like a prophet who had escaped from a bible. He made sure that the carbine was steady on the rail, closed one eye and aimed. Like the way he used to do when he wanted to capture Maria with his camera. A blond girl was walking light-heartedly carrying a big black bag. Her hips were swaying slightly but steadily. A scarlet red bouquet was left on her back as the bullets hit her a bit higher from her neck...».......
( ‘COLOURLESS WORLD’ p. 69,70)