“..ο ρόλος της Τέχνης είναι να ξεπλένει την σκόνη της καθημερινότητας από τις ζωές μας..»

P. PICASSO

"..Το να φωτογραφίζεις σημαίνει να βάζεις σε μια ευθεία το μυαλό, τη ματιά και την καρδιά..."
HENRI CARTIER-BRESSON

Κυριακή 8 Ιουνίου 2008

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΔΙΗΓΗΜΑ 'ΜΑΡΙΕΣ'


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ‘ΜΑΡΙΕΣ’

«….Πέρασαν μέρες και ο Τάσος ζούσε σε επανάληψη τον έρωτα του σε όλες τις διαστάσεις, παίρνοντας πίσω αυτό που εκείνη του είχε στερήσει. Οι ‘Μαρίες’ τώρα βρίσκονταν παντού…. Είχαν γεμίσει ασφυκτικά τον χώρο και η κατάσταση είχε γίνει αποπνικτική. Ο Τάσος, που δεν είχε σταματήσει μέρα να τυπώνει φωτογραφίες και να χαίρεται την Μαρία σε κάθε της στιγμή, είχε ξεχάσει τον περιορισμένο χώρο του διαμερίσματος. Οπου και να πήγαινε έβρισκε ‘Μαρίες’. Πάνω στο κρεβάτι του, μέσα στο ντουλάπι, στην κουζίνα, σκαρφαλωμένες στα πολύφωτα, πάνω στο γραφείο και στην βιβλιοθήκη του…. Δεν μπορούσε να βαδίσει μέσα στο σπίτι χωρίς να σπρώξει ή να πατήσει κάποια από αυτές. Σιγά σιγά, άρχισε να στενοχωριέται και να εκνευρίζεται. Δεν τον συγκινούσαν πια ούτε τα βογκητά της γυμνής Μαρίας, που τον φώναζε διαρκώς στο κρεβάτι. Τα πάντα είχαν γεμίσει ‘Μαρίες’… Δεν μπορούσε να ξεφύγει πια από δαύτες…. Ένοιωσε να πνίγεται.
Τότε, ανοίγοντας την ντουλάπα της κουζίνας πίσω από δύο ‘Μαρίες’ είδε την παλιά κυνηγετική καραμπίνα του πατέρα του, που του είχε κάνει δώρο όταν αποτραβήχτηκε από τις κυνηγετικές περιπλανήσεις του. Την έπιασε στα χέρια του και με αργές αλλά σταθερές κινήσεις γέμισε σκάγια την θαλάμη και την όπλισε. Ύστερα, πατώντας πάνω σε τρεις ‘Μαρίες’ ξεκλείδωσε την εξώπορτα και άρχισε να ανεβαίνει την σκάλα που οδηγούσε στην ταράτσα. Ο δυνατός μεσημεριανός ήλιος τον τύφλωσε κι έφερε το χέρι στα μάτια. Ετσι αξύριστος και καταπονημένος, έμοιαζε σαν προφήτης που το είχε σκάσει από την Βίβλο. Τοποθέτησε σταθερά την καραμπίνα στο κάγκελο και έκλεισε το ένα μάτι σκοπεύοντας, όπως τότε που αποθανάτιζε την Μαρία μέσα από το σκόπευτρο της φωτογραφικής του μηχανής. Η ξανθιά κοπέλα προχωρούσε με γρήγορα βήματα στο πεζοδρόμιο, κρατώντας μια μεγάλη μαύρη τσάντα. Οι γοφοί της φάνηκαν στο σκόπευτρο να λικνίζονται ελαφρά αλλά σταθερά…. Τα σκάγια την βρήκαν λίγο πιο κάτω από τον λαιμό αφήνοντας ένα κατακόκκινο μπουκέτο στην πλάτη της…..»
(‘ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ’ σελ. 69, 70).

Extract from ‘THE MARIAS’
(one of the stories of ( COLOURLESS WORLD )
-----------------------------------------------------------------------------------------

....... «....For the past few days, all he had been doing was to develop more and more photographs of Maria enjoying her in every captured moment. His tiny, cramped apartment had been swarmed by the several Marias scattered about. Anywhere he would go he found them. On his bed, inside the cupboards, in the kitchen, hanging from the light bulbs, on top of his desk, among the books of his bookcase.... It was impossible for him to walk around his house without stepping on one or having to push her so as to avoid doing so. As the days continued to go by, his obsessive frenzy started to somehow die. The several Marias had overrun his confined space and their constant presence made him feel upset and exasperated. He was no longer moved by the naked Maria’s sighs and moans who was calling out for him from his bed. He couldn’t go to the kitchen because the three Marias were playing cards, he couldn’t go to the bathroom because Maria was complaining about being soaked from the rain, he couldn’t open the door and go to the balcony because the gloomy Maria wanted to escape....escape....He could no longer escape from them , he was their captive. He felt as if he was choking.
He was leaning against the wardrobe. ‘Maybe if I open the door quickly I’ll be able to get inside’. As he opened the door he saw his father’s old carbine. He took it in his hands and held it for awhile. There were bullets inside. Then stepping on the three Marias he carefully unlocked the door and started slowly going up the stairs to reach the terrace. The strong sun was blinding him. He brought his hand to his forehead. As he was unshaven and full of sorrow he looked like a prophet who had escaped from a bible. He made sure that the carbine was steady on the rail, closed one eye and aimed. Like the way he used to do when he wanted to capture Maria with his camera. A blond girl was walking light-heartedly carrying a big black bag. Her hips were swaying slightly but steadily. A scarlet red bouquet was left on her back as the bullets hit her a bit higher from her neck...».......
( ‘COLOURLESS WORLD’ p. 69,70)

Δεν υπάρχουν σχόλια: